εὐάνωρ

εὐάνωρ
εὐᾱνωρ
1 with noble men

ἐν εὐάνορι Πέλοπος ἀποικίᾳ O. 1.24

Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80

μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων O. 10.99

Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες N. 2.17

Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευάνωρ — εὐάνωρ, ὁ, ἡ (Α) δωρ. τ., βλ. ευήνωρ …   Dictionary of Greek

  • εὐάνωρ — εὐά̱νωρ , εὐήνωρ the joy of men nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… …   Dictionary of Greek

  • ηνορέη — ἠνορέη, δωρ. τ. ἀνορέα, ἡ (Α) 1. ανδρεία, θάρρος («ἠνορέη πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ανδρική ομορφιά 3. δύναμη («ὕδατος ἠνορέη», Αιλ.) 4. πληθ. αἱ ἠνορέαι έπαινοι τής ανδρείας («ἀνορεαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”