- εὐάνωρ
- εὐᾱνωρ1 with noble men
ἐν εὐάνορι Πέλοπος ἀποικίᾳ O. 1.24
Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80
μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων O. 10.99
Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες N. 2.17
Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.